εξουδετερωτικός

εξουδετερωτικός
-ή, -ό
αυτός που είναι ικανός να εξουδετερώνει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εξουδετερωτικός — ή, ό ο ικανός να εξουδετερώνει, ο χρήσιμος για εξουδετέρωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”